- πανευτυχής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, ο ευτυχισμένος σε ανώτατο βαθμό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πανευτυχής — ές, ΝΜ πολύ ευτυχισμένος, ευτυχέστατος, πανευδαίμων … Dictionary of Greek
μυριομακάριστος — μυριομακάριστος, ον (Α) αυτός που είναι πολύ μακαριστός, μακάριος, πανευτυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + μακαριστός (< μακαρίζω)] … Dictionary of Greek
ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου … Dictionary of Greek
πάνολβος — ον, Α πανόλβιος*, πανευτυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὄλβος «ευμάρεια, ευδαιμονία» (πρβλ. πολύ ολβος)] … Dictionary of Greek
παμμάκαρ — παμμάκαρ, αρος, ὁ, ἡ (ΑΜ) ο εξ ολοκλήρου μακάριος, πανευτυχής μσν. ο πάρα πολύ ευλογημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μάκαρ] … Dictionary of Greek
παμμάκαρος — παμμάκαρος, ον (Μ) πανευτυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. Θεματικός τ. τού παμμάκαρ] … Dictionary of Greek
παμμακάριος — παμμακάριος, ία, ον (ΑΜ) [παμμάκαρ] πανευτυχής … Dictionary of Greek
παμμακάριστος — η, ο (ΑΜ παμμακάριστος, ον) [παμμάκαρ] 1. ο εντελώς μακάριος, πανευτυχής 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Παμμακάριστος προσωνυμία τής Θεοτόκου … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
πανευδαίμων — ον, ΝΑ ευδαιμονέστατος, πολύ ευτυχισμένος, πανευτυχής αρχ. τιμητικός τίτλος άρχοντα, βασιλιά («πανευδαίμων βασιλεία», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὐδαίμων] … Dictionary of Greek